Σήμερα συζητάμε με τον Θωμά Ακουαρόνε, επιχειρηματία από τη Θεσσαλονίκη, ιδιοκτήτη του Εργοστασίου Παιχνιδιών...
Κατηγορίες Blog
Αναζήτηση στο Blog
Fino ή Φίνο - Χρήστος & Ευάγγελος Παπαευαγγέλου Ο.Ε.
Ο Χρήστος Παπαευαγγέλου του Κωνσταντίνου είναι ο ιδρυτής της εταιρείας ΦΙΝΟ. Ξεκίνησε από τον Αλμυρό του Βόλου το 1949 και ήρθε στην Αθήνα για σπουδές. Αφού πήρε το πτυχίο, στην κατοχή δούλευε στη Σιβιτανίδειο Σχολή ως καθηγητής – μηχανικός. Το 1943-44 ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει δική του επιχείρηση και μαζί με τον Γιώργο Κοντόπουλο και τον Φιώργο Γρυπάρη ξεκίνησαν στην Καλλιθέα ένα εργαστήριο κατασκευής πιάτων από αλουμίνιο, τα οποία πουλούσαν στην Ομόνοια σε κάποιον Γεωργαντά που είχε περίπτερο.
Ύστερα από χρόνια, όταν η εταιρεία διαλύθηκε, αποφάσισε να ασχοληθεί ο ίδιος με τα τσίγκινα παιχνίδια, αποτέλεσμα της αγάπης που είχε στα παιδιά και λογω του ότι υπήρχε η πρώτη ύλη. Το 1945 έχτισε ένα μικρό εργοστάσιο στην Καλλιθέα, πήρε την πρώτη μεταλλική χειροκίνητη πρέσα για τον τσίγκο και ξεκίνησε να φτιάχνει παιχνίδια.
Το πρώτο παιδικό αντικείμενο που έφτιαξε γύρω στο 1950 ήταν ένα τσίγκινο πασχαλινό φαναράκι για την εκκλησία, όπου μέσα έμπαινε ένα κερί. Την ίδια εποχή ξεκίνησε με τους πρωτοπόρους κατασκευαστές Δημήτρη Χαριτόπουλο (ο οποίος έφτιαχνε ξύλινα κρεβατάκια για κούκλα σε ένα ξυλουργείο), τον Νίκο Κουβαλιά, τον Δημήτρη Κολλάρο και τον Επαμεινώντα Μπελεγράτη, Τον Ανανία Ανανιάδη και τον Γεράσιμο Πρίφτη, δημιουργώντας έναν σύλλογο παιχνιδιών όπου πρόεδρος ήταν ο ίδιος. Την εποχή εκείνη τα πάντα γίνονταν στο εργοστάσιό του, όπου υπήρχε πλήρες μηχανουργείο.
Ο Παπαευαγγέλου έβγαζε κάθε χρόνο δύο με τρία είδη παιχνιδιών. Αρχικά τσίγκινα κουρδιστά, πολλά από τα οποία αντέγραφε από τα εισαγόμενα με μικρές παραλλαγές. Γύρω στο 1951-52 έφτιαξε τον τσίγκινο κουμπαρά – σκύλο, ο οποίος έβγαζε τη γλώσσα του όπου έβαζε το παιδί το κέρμα και μετά γλώσσα και κέρμα έμπαιναν μέσα στον κουμπαρά. Το σκυλάκι-κουμπαράς που θεωρήθηκε από τα πιο πετυχημένα της αγοράς, το 1960 κόστιζε 14 δρχ. Το 1953-54 έφτιαξε το κουρδιστό τσίγκινο άλογο που στεκόταν στα δυο μπροστινά του πόδια. Το 1954-55 τη μαϊμού με το ντέφι, το λούτρινο κουρδιστό παιχνίδι που θεωρήθηκε από τα πιο πετυχημένα στην Ελλάδα. Πουλούσε 30.000 κομμάτια την ημέρα, αστρονομικό νούμερο για εκείνη την εποχή.
Το 1958-1961 έβγαλε την πάπια που κυνηγάει την πεταλούδα και τα τρία κοριτσάκια με πατίνια, με παραλλαγή τα τρία γατάκια με πατίνια, από τα ελάχιστα τσίγκινα κουρδιστά που είχαν τεράστια επιτυχία και στο εξωτερικό. Γύρω στο 1961, έβγαλε το κουνέλι και το τσίρκο. Τα περισσότερα από αυτά τα παιχνίδια, όπως η μαϊμού, το κουνελάκι, το τσίρκο και η πάπια που κυνηγά την πεταλούδα, ήταν αντίγραφα από παιχνίδια γερμανικών εργοστασίων που είχε πάρει από τις εκθέσεις παιχνιδιών στο Μιλάνο, τη Νυρεμβέργη και τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού τα οποία είχε προσαρμόσει στην ελληνική αγορά.
Το 1958-61 το μεγάλο τόλμημα ήταν να βγάλει για πρώτη φορά μια βέσπα πάνω στην οποία καθόταν το παιδί· παρόλο που δεν είχε μηχανή, ήταν ακριβό. Την ίδια εποχή έβγαλε το ποδήλατο και το αεροπλάνο. Το 1958 ο Παπαεuαyγέλοu, ο Κουβαλιάς και ο Κεχαγιάς αποφάσισαν να λάβουν μέρος στη Διεθνή 'Έκθεση Παιχνιδιών στη Νυρεμβέργη και με δικά τους χρήματα νοίκιασαν περίπτερο, αφού ταξίδεψαν με τα παιχνίδια τους με το τρένο για δύο μέρες. Η ταλαιπωρία ήταν τόση που δεν ξαναπροσπάθησαν. Γύρω στο 1960 ο Παπαευαγγέλου βρίσκεται με εργοστάσιο στην Καλλιθέα.
Το 1960-62 έβγαλε το λούτρινο κουρδιστό κουνελάκι και το «τρένο το 8», οι ράγες του οποίου σχημάτιζαν ένα 8, είχε μια μηχανή και δυο βαγόνια. Το 1962-63 έβγαλε τα πιστόλια που πετούσαν φωτοβολίδες, τα οποία αργότερα έβγαζε ο Αντωνάκης και η εταιρεία ΠΙΛΑΖ. Το 1963 έβγαλε μία πρωτοποριακή ιταλική κούκλα που περπατούσε σε συνεργασία με τον Ι. Κεχαγιά. Είχαν συνεννοηθεί ο Παπαευαγγέλου να βγάζει τον μηχανισμό και ο Ι. Κεχαγιάς την κούκλα. Το 1963 η συνεργασία σταμάτησε, και έτσι ξεκίνησε στο εργοστάσιό του την παραγωγή της μηχανικής κούκλας. Αγόρασε ειδικά μηχανήματα και από το 1963-1964 έφτιαχνε κούκλες που περπατούσαν. Η δεύτερη κούκλα ήταν ένας κλόουν που έκανε κωλοτούμπες ή περπατούσε με τηλεχειρισμό. Τα καλούπια φτιάχνονταν στο εργοστάσιο. Από το 1965-70 έφτιαχνε πλαστικές κούκλες. Μη μπορώντας όμως να αντέξει τον συναγωνισμό με τις ιταλικές κούκλες του είδους, όχι μόνο στο κόστος της κατασκευής αλλά και της πώλησης, ξεκίνησε και ειδικεύτηκε στα τσίγκινα κουρδιστά.
Στην αρχή είχε στο εργοστάσιό του γύρω στις 70 μεταλλικές πρέσες για τσίγκο. Κάθε χρόνο αγόραζε και μία πρέσα. Η τελευταία αγορά έγινε το 1966. Τα καλούπια τα έφτιαχναν στο εργοστάσιο γιατί είχαν και μηχανουργείο. Με την απαγόρευση των τσίγκινων παιχνιδιών γύρω στα 1968-70 τόσο για την επικινδυνότητα των μεταλλικών τμημάτων όσο και για τα τοξικά που χρησιμοποιούνταν στη διαδικασία του τσίγκου και τις αιχμηρές άκρες που θα μπορούσαν να κόψουν τα χέρια τους τα παιδιά- όπως και άλλοι κατασκευαστές έτσι και ο Παπαευαγγέλου χρησιμοποιούσε στα τσίγκινα παιχνίδια και πλαστικά τμήματα που εισήγε από την Ιαπωνία. Κάθε χρόνο έβγαζε και τρία με τέσσερα νέα παιχνίδια, κυρίως οχήματα και καράβια. Είχε περίπου 12 παιχνίδια, τη «φεράρι», το «υποβρύχιο», τον «Παπανικολή», τον «Τρίτωνα» κ.ά.
Τίποτε δεν εισαγόταν από την Ευρώπη. Ακόμα και ο μηχανισμός γινόταν στο εργοστάσιο. Υπήρχαν γύρω στους 100 εργαζόμενους και από τον Σεπτέμβριο γύρω στους 180 – 200, για να προλαβαίνουν την παραγωγή των Χριστουγέννων. Τα σχέδια και η ζωγραφική γίνονταν στο χέρι από τον μακετίστα, ο οποίος υλοποιούσε κάθε νέο μοντέλο αφού το έβλεπε. Όταν κατά τα μέσα Φεβρουαρίου γύριζαν από ην έκθεση της Νυρεμβέργης, ξεκινούσαν ένα καινούριο μοντέλο για τον επόμενο χρόνο, γιατί δεν προλάβαιναν να το βγάλουν στο εμπόριο νωρίτερα.
Το λογότυπο ΦΙΝΟ προέρχεται από το φίνο πράγμα, το τέλειο. Υπήρχε και σλόγκαν που έλεγε «Αγοράζω παιχνίδια φίνο, χαλάλι τα λεφτά που δίνω». Ήταν τυπωμένο σε διαφημιστικά έντυπα που απεικόνιζαν το κουνέλι, τη μαϊμού με το ντέφι, το παιδί στο ποδήλατο ή όποιο άλλο καινούριο παιχνίδι.
Το 1972 πέθανε ο Χρήστος Παπαευαγγέλου. Το εργοστάσιο το ανέλαβε ο ανιψιός του Ευάγγελος Παπαευαγγέλου, ο οποίος συνέχισε τα τσίγκινα κουρδιστά, χρησιμοποιώντας και πλαστικά τμήματα που εισήγε από την Ιαπωνία. Παρ’ όλα αυτά το κόστος ήταν δυσβάσταχτο λόγω των πολλών φάσεων επεξεργασίας, όχι μόνο του ίδιου του παιχνιδιού αλλά και του κουτιού του. Για ορισμένα κουτιά, όπως αυτό του κουνελιού και της μαϊμούς, απαιτούσαν τουλάχιστον δύο με τρεις μήνες ετοιμασίας.
Ο Ε. Παπαευαγγέλου έφερε και καλούπια από την Ιταλία, κυρίως για καραβάκια από πλαστικό, με μοτέρ ή μηχανισμό. Τα μοτέρ τα προμηθεύονταν από την Ιαπωνία και μέχρι το 1975 είχαν πολλά προβλήματα γιατί δε μπορούσαν να τα συντονίσουν με το χειριστήριο. Από τι 1975 έκανε και εξαγωγές παιχνιδιών στην Ιταλία. Στη Γαλλία συνεργαζόταν με τις Galeries Lafayette που πουλούσε παιχνίδια μέσω καταλόγων. Το 1980 ξεκίνησε συνεργασία με τον Βακάκη.